εὔπους

εὔπους
εὔπους, , , πουν, τό, gen. ποδος,
A with good feet, of horses and dogs, X.Eq.1.3, Cyn.3.2; of a bird,

εὔπους καὶ κακόπτερος Arist.HA617b4

; fleet of foot,

Δηωΐνη Call.Fr.48

.
II with good feet, flowing,

ἁρμονία AP6.54

(Paul. Sil.).

Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.

Игры ⚽ Поможем решить контрольную работу

Look at other dictionaries:

  • εύπους — εὔπους, ουν (ΑΜ) (για ίππους, σκύλους, πτηνά κ.λπ.) αυτός που έχει καλά και γρήγορα πόδια, ο ταχύς μσν. 1. (για ρυθμό στο στίχο) με ωραία συνθεμένους πόδες, με ρέοντα ρυθμό 2. φρ. «εὔπους ἥβη» η βιαστική νιότη, τα νιάτα που περνούν γρήγορα.… …   Dictionary of Greek

  • εὔπους — with good feet masc/fem nom/voc sg (attic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • εὔποδα — εὔπους with good feet neut nom/voc/acc pl εὔπους with good feet masc/fem acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • εὐπόδων — εὔπους with good feet masc/fem/neut gen pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • εὔποδας — εὔπους with good feet masc/fem acc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • εὔποδε — εὔπους with good feet masc/fem/neut nom/voc/acc dual …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • εὔποδες — εὔπους with good feet masc/fem nom/voc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • εὔποδι — εὔπους with good feet masc/fem/neut dat sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • εὔποδος — εὔπους with good feet masc/fem/neut gen sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • κακόπτερος — κακόπτερος, ον (Α) 1. αυτός που έχει αδύνατα και άσχημα φτερά («εὔπους δὲ καὶ κακόπτερος», Αριστοτ.) 2. επίθ. για τη Σφίγγα ως πτηνό που προμηνύει κακά, δυσοίωνα πράγματα. [ΕΤΥΜΟΛ. < κακ(ο) * + πτερος (< πτερόν), πρβλ. ολιγό πτερος, ποικιλό …   Dictionary of Greek

  • καλόπους — (I) καλόπους, ουν (Α) 1. (κατά το λεξ. Σούδα) αυτός που έχει ωραία πόδια, εύπους*. [ΕΤΥΜΟΛ. < καλ(ο) * + πους (< πούς, ποδός), πρβλ. πολύ πους, ωκύ πους]. (II) καλόπους και καλάπους, οδος, ὁ (Α) καλαπόδι*. [ΕΤΥΜΟΛ. < κᾶλον «ξύλο» + πούς …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”